σκοπευτικός

σκοπευτικός
[скопэфтикос] ас. относящийся к прицеливанию, наводке.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκοπευτικός" в других словарях:

  • σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… …   Dictionary of Greek

  • σκοπευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκόπευση και στους σκοπευτές: Αναδείχτηκε νικητής στους σκοπευτικούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση, σκοπευτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»